- παρθενοπρεπής
- -ές, Μαυτός που αρμόζει σε παρθένο.επίρρ...παρθενοπρεπῶς Μμε τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek